Αν ο Νικηφόρος Λύτρας πήρε δικαιωματικά τον τίτλο του "Πατριάρχη της νεοελληνικής ζωγραφικής", ο Νικόλαος Γύζης αξίζει τον χαρακτηρισμό του "εθνικού ζωγράφου" και μάλιστα τον χαρακτηρισμό-παρομοίωση, που έκανε ο Δημήτριος Καμπούρογλου, του "Σολωμού του χρωστήρος". Ο Τήνιος ζωγράφος που δόξασε την Ελλάδα στα τέλη του περασμένου αιώνα στο Μόναχο, όπου έζησε επί πολλά χρόνια και δίδαξε ως καθηγητής στην εκεί Ακαδημία των Τεχνών, ξεκίνησε φτωχόπαιδο από το χωριό του, το Σκλαβοχωριό, για να σπουδάσει πρώτα στην Αθήνα και μετά με υποτροφία στο εξωτερικό. Ο πρώτος που είδε το μεγάλο ταλέντο του Γύζη ήταν ο Νικηφόρος Λύτρας γι' αυτό και στάθηκε δίπλα του για να τον βοηθήσει στο ξεκίνημά του, αλλά και να του συμπαρασταθεί στο δύσκολο αγώνα του στον καλλιτεχνικό στίβο της Γερμανίας. Ο Λύτρας δεν έπεσε έξω στις εκτιμήσεις του γιατί, πράγματι, ο κατά δέκα χρόνια νεώτερος του Νικόλαος Γύζης αποδείχτηκε, όπως έγραφε και ο κριτικός της Τέχνης Δ. Ι. Καλογερόπουλος: "ζωγράφος-δημιουργός, ζωγράφος-ποιητής, ζωγράφος-μουσικός, ζωγράφος-γλύπτης και ζωγράφος-φιλόλογος". Εκτός της ανεπανάληπτης τέχνης του, μιας τέχνης που τον τοποθέτησε στο Πάνθεον των μεγάλων δημιουργών, ο Νικόλαος Γύζης είχε και ένα άσβηστο πάθος: ήταν μεγάλος πατριώτης. Πικραμένος όμως, όπως και πολλοί άλλοι, γιατί είχε αναγκασθεί να μείνει στο εξωτερικό, λίγους μήνες πριν πεθάνει σημείωσε σ' ένα μικρό χαρτί διάφορες φράσεις κι ανάμεσα τους αυτή: "Η Μάνα μου Ελλάς δι' εμέ δεν έχει το μητρικόν γάλα, δι' ου αναπτύσσονται και μεγαλώνουν αι τέχναι. Έπρεπε να καταφύγω εις παραμάναν, ήτις είναι μεν ικανή να αναπτύξει συν τα τέκνα αυτής και ξένων εθνών τέκνα, αλλά...". Αλλά ο Γύζης νοσταλγούσε την Ελλάδα. Ποθούσε να επιστρέψει στην πατρίδα, να πάει στην όμορφη και αγαπημένη του Τήνο, εκεί στο Σκλαβοχωριό, στο σπίτι των γονέων του, στην αυλή που έπαιζε αμέριμνο παιδί. Η Τήνος ήταν για τον Νικόλαο Γύζη ο άγιος τόπος τον οποίον αγάπησε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο και με το όνειρο της επιστροφής έκλεισε τα μάτια του τον Γενάρη του