Σκάβεις ν' ανοίξεις τον τάφο της μάνας σου γιατί σ' ενοχλεί, σ' εμποδίζει το χώμα. Μπροστά σου τη θες. Από κάτω σου. Να μπορεί να σ' ακούει. Να σε βλέπει - έστω και ψόφια. Εξάλλου, μάνα είναι - όλα τα μπορεί. Όλα τα ξέρει. Έτσι κι αυτό: όχι χώμα - λόγια βαριά σαν τσιμεντόλιθους θ' αρπάξεις. Βρεγμένα, δακρυσμένα απ' τη χολή. Το φλέμα. Κι ένα-ένα θα τα σηκώνεις και θα την πετροβολάς. Δεν θα σταματήσεις - θα την πετροβολάς από ψηλά. Τιτανομάχος να γίνεις. Δίας διά της βίας. Να φάει τόση πέτρα ο λάκκος της, που να κλατάρει μέχρι και η βάρκα που την πηγαίνει πέρα στα σκοτεινά αμπέλια. Αφού το νιώθεις, ξέρεις - φαράγγια εκτείνονται εντός σου. Αιώνες τώρα. Χαράδρες με πάτο φονικό σαν παγωμένο βλέφαρο. Έχει λάκκο η μάνα - έχεις χίλιους εσύ. Πού πας; Θα τους ανέβεις; Κούνια που σε κούναγε: γαντζωμένος απ' τα γκρέμια, κοιτάζεις πώς τρέχουν κάτω της ψυχούλας σου τα λύματα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)