Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
«Κύριε, λυπόμαστε αλλά έχουμε κλείσει.»
«Πώς; Τέτοια ώρα;»
«Ναι, ανοίγουμε μόνο το πρωί, κύριε.»
«Τι παράξενο. Εγώ είδα κόσμο να μπαίνει εδώ» λες, ακουμπώντας το χέρι σου στην πόρτα.
«Αυτό είναι αδύνατον, κύριε. Είστε ο τελευταίος πελάτης. Κανείς άλλος δεν είναι εδώ.»
«Τους είδα» διαβεβαιώνεις. Οι άντρες κοιτάζονται και μετά στρέφονται συγχρονισμένα προς το μέρος σου και σου χαμογελούν με συγκατάβαση.
«Όχι, κύριε, θα ήταν κάποια υπηρέτρια ή καμιά σκιά. δεν είναι κανείς εδώ.»
«Θέλετε να με κάνετε να αμφισβητήσω τις αισθήσεις μου;»
«Ποτέ δεν θα τολμούσαμε, κύριε…» σου λένε σοβαροί και καρφώνουν κάτι μοχθηρά μάτια μες στα δικά σου. Τα πρόσωπά τους δείχνουν να αλλοιώνονται, για μια στιγμή παύουν να είναι ανθρώπινα, διογκώνονται και παραμορφώνονται, μια κατσίκα, ένα κόκκινο γυαλί, μια αστραπή, η τραχιά φωνή της μητέρας σου, εκείνο το μέρος που έμεινες παγιδευμένος όταν ήσουν παιδί, μικραίνεις, αμφιβάλλεις για όλα, νιώθεις να λιποθυμάς και παύεις να επιμένεις.