ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΣΠΙΤΙΑ
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΣΠΙΤΙΑ
Το μεγάφωνο πούναι δω, στο τέρμα των λεωφορείων, παίζει απ' το μεσημέρι. Τ' αυτοκίνητα αδειάζουνε τον κόσμο στην πλατεία κι' ύστερα περιμένουνε, πιο κάτω, να γεμίσουνε με τη σειρά. Ο Αργύρης γλύφει το σιρόπι στα χείλια του κι' ούτε νοιάζεται που ο ήλιος τούρχεται κατάμουτρα και τον κάνει να ζαρώνει τα μάτια. Το ζαχαρωμένο ζουμί έτρεξε στο σαγώνι του, κόλησε στα δόντια κι' αυτός σκουπίστηκε και φώναξε όπως όλοι οι άνθρωποι: "Ένα νερό, σε παρακαλώ". Η φωνή του, όμως, πνίγηκε στο τραγούδι του μεγάφωνου και στη φασαρία του κόσμου, κι' έμεινε έτσι, να γλύφεται, με μια λιγούρα που του στέγνωνε το σάλιο. Είναι κι' αυτή η ζαλάδα του απομεσήμερου με τον πολύ κόσμο που περπατάει στην άσφαλτο, με τον ήλιο που στάθηκε αντίκρυ, σα να μην έχει σκοπό να βασιλέψει, με τ' αυτοκίνητα και τα τραγούδια. Ο Αργύρης πρέπει να ψάχνει και να κοιτάει έναν - έναν τους περαστικούς, όλους που βολτάρουνε στην πλατεία κι' όσους κάθονται στο καφενείο. Πρέπει ακόμα να κάθεται μπροστά, άκρη - άκρη στο πεζοδρόμιο, για να τον δει αμέσως κείνος που περιμένει να περάσει. [...] (Από την έκδοση)
Οικογένεια: Πεζογραφία
Ομάδα: Ελληνική Πεζογραφία
Κατηγορία: Νεοελληνική Πεζογραφία