ΚΟΜΙΚΣ, ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΑΣΤΕΙΟ
ΚΟΜΙΚΣ, ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΑΣΤΕΙΟ
Είναι αυτονόητο ότι οι επενέργειες ενός λόγου έχουν άμεση συνάρτηση με το περιεχόμενό του; Το ύφος, ο τρόπος που παρουσιάζονται τα πράγματα πώς επενεργεί στον δέκτη; Ποιος είναι ο ρόλος της επιθυμίας στη διαμόρφωση ενός λόγου; Τα ερωτήματα αυτά, και γενικότερα η σχέση νοηματοδότησης και υποκειμένου, οδήγησαν τη συγγραφέα στο ζήτημα της ψυχαναλυτικής σύστασης του σημαίνοντος των κόμικς ή, διαφορετικά, στην ανάδειξη της σύνδεσης της ασυνείδητης επιθυμίας με μια συγκεκριμένη εκφορά λόγου και έμμεσα στην απάντηση του ζητήματος της συμμετοχής του δέκτη. Τα κόμικς, πέρα από το σημειωτικό τους ενδιαφέρον, αρθρώνουν ένα λόγο του οποίου οι ιδιαιτερότητες καθιστούν προσιτή την ανάδειξη της σημαίνουσας σημασίας του, και μάλιστα μιας σημασίας που είναι κυρίαρχη για τον ψυχισμό. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, η σημασία αυτή αποδίδεται στις ομοιότητες του λόγου τους με το λόγο του παιδιού. Η "παιδικότητα" αυτή αναδεικνύεται, αξιοποιείται αλλά και συγκεκριμενοποιείται μέσω του αστείου. Η αναζήτηση ομοιοτήτων στους δύο λόγους καθώς και η σύνδεσή τους με το αστείο γίνεται μέσα από δύο διαδρομές. Πρώτον, μέσα από την ανάλυση ορισμένων κόμικς, και δεύτερον, μέσα από μια έρευνα πεδίου. Επίσης η μελέτη αυτή, διερευνώντας τη σχέση κόμικς - παιδί - αστείο, συγκεκριμενοποιεί το λόγο των κόμικς, ενώ συγχρόνως υπογραμμίζει τη συγγένειά του με το λόγο του παιδιού αλλά και με το παιδικό αστείο. Η αντιστοιχία αυτή καθιστά προφανές το παιδαγωγικό ενδιαφέρον του βιβλίου.