ΤΑΞΙΔΙ
ΤΑΞΙΔΙ
Με τη συλλογή «Ταξίδι», ο Αλέξανδρος Γαϊτάνης μάς καλεί σε μια περιπλάνηση όπου η
ποίηση λειτουργεί σαν πλοηγός ανάμεσα στο φως και τη σιωπή, στο ορατό και το
υπαρξιακό. Οι στίχοι του είναι φορτισμένοι από συναισθήματα, αναμνήσεις, στοχασμούς – μια λυρική πορεία με πυκνές εικόνες και φιλοσοφικά ερωτήματα.
Από το πρώτο ποίημα μέχρι το τελευταίο, η συλλογή εξελίσσεται σαν προσωπικό
ημερολόγιο όπου καταγράφεται μια πορεία. Ο χρόνος, ο θάνατος, η παιδική ηλικία, η
φύση και το Σύμπαν – όλα διασταυρώνονται με την ανθρώπινη εμπειρία, με ευαισθησία
και βάθος.
Ο Γαϊτάνης γράφει με φωνή αυθεντική, σαν ανάσα που θέλει να κρατήσει την ουσία της
στιγμής, έστω κι φευγαλέα. Το «Ταξίδι» δεν είναι μόνο ένας τίτλος, είναι εμπειρία
ανάγνωσης. Μια διαδρομή χωρίς προορισμό, όπου η συνάντηση με τον εαυτό γίνεται ο
πιο μακρινός και ο πιο κοντινός τόπος μαζί.
ΤΑΞΙΔΙ
Η γραμμή του ορίζοντα, το σμίξιμο ουρανού-θάλασσας.
Τα καράβια σιγά σιγά χάνονται. Τα μάτια μου ορθάνοιχτα κρατώ.
Τα χιλιάδες φώτα κρέμονται σαν πυγολαμπίδες.
Το απείρως μεγάλο, το απείρως μικρό – η ύπαρξή μου.
Τα μικρά προβλήματα, τα μεγέθυνα με χώρο
και χρόνο και βάσανο. Έτσι αναλωνόμουν.
Με τα ανούσια έχανα τα πολύτιμα
κι αρμένιζα σε πελάγη χωρίς αιώνα
και βλέπω το μικρό παιδί, της μάνας το χάδι,
τα παιχνιδίσματα με τ’ αδέρφια, το πρώτο φιλί.
Εγώ, το παιδί, βιαζόμουν να μεγαλώσω
τον κόσμο να κατακτήσω. Όνειρα-προορισμοί, εκπλήρωση.
Λέω: «Μια μαύρη τρύπα έχει ρουφήξει τα πάντα από εμένα».
Ταξίδι γλυκό, πεπερασμένο.
ΕΝΑΓΩΝΙΩΣ
Ω! Παρελθόν μου,
θυμάσαι;
Τότε παιδιά, τρεχαλητά στις γειτονιές, με ήλιο καλοκαιριού.
Τα πρώτα του έρωτα σκιρτήματα. Τα δυνατά,
θυμάσαι;
Βράδια στην αμμουδιά, εναγωνίως στους διάττοντες αστέρες
διαγράφαμε το μέλλον,
και το παγωμένο, βουβό φεγγάρι – μόνο να μιλούσε,
θυμάσαι;
Ξεσπούσαμε σε χειροκροτήματα
εκατοντάδες ονειροπόλοι εμείς,
θυμάσαι;
Ω! Παρελθόν μου,
πες μου.