ΣΤΑ ΣΠΛΑΧΝΑ ΤΗΣ ΣΕΡΙΦΟΥ
ΣΤΑ ΣΠΛΑΧΝΑ ΤΗΣ ΣΕΡΙΦΟΥ
Τι έζησα εγώ από δυστυχήματα; Ήμουν 13 χρονών. Πήγαινα με τα βαγόνια να μοιράσω τα "μακάπια" για τα φουρνέλα. Με φωνάζει τρομαγμένος ένας εργάτης "Γιωργάκη τρέξε, πάνω στην Φυρή Πλάκα, στον Κουταλά σκοτώθηκε κάποιος!". Τρέχω, μπαίνω μέσα στην γαλαρία και βλέπω τον Ιωσήφ τον Ξυπνητό, 32 χρονών νιόπαντρος με ένα μικρό παιδάκι, να είναι σκοτωμένος, στραπατσαρισμένος. Τον ξαπλώσαμε πάνω σε μια ξύλινη σκάλα και τον βγάλαμε έξω. Δεν υπήρχαν τότε φορεία. Σοκαρίστηκα.
Φτάνω στην ηλικία των 15 ετών. Αυτοκίνητα τότε δεν υπήρχαν. Τα βαγόνια τα έσερναν τα μουλάρια. Αρρωσταίνει ο Αντώνιος ο Βγενής, αυτός που είχε το μουλάρι στο Αέτι, περιοχή πριν βγούμε στον Κουταλά. Αξίζει να σας πω ότι αυτός στόλισε και ανέβασε στο μουλάρι την βασίλισσα Φρειδερίκη και τον Παύλο, όταν ήρθαν το 1956 στην πιάτσα της Χώρας στην Σέριφο. Μου προτείνουν λοιπόν να οδηγήσω εγώ το μουλάρι για να τραβά τα βαγόνια με το μετάλλευμα. Το έκανα. Κατά τις 2 το μεσημέρι, βλέπω από μακριά έναν εργάτη -τον λαουτιέρη τον Αντώνη τον Κουζούπη στο βίντσι που είναι οι ράγες πάνω στο βουνό- να κουνάει απεγνωσμένα τα χέρια του και να μου κάνει σινιάλο να φρενάρω τα βαγόνια, να σταματήσει το μουλάρι. Ζυγώνω κοντά, "τι έγινε μαστρο Αντώνη", τον ρώτησα και μου απάντησε: "Κάτω σκοτωθήκανε!". Το λέω και ανατριχιάζω (σ.σ τον πιάνουν τα κλάματα και σταματά την αφήγηση). Κατεβαίνω κάτω στην θάλασσα, μπαίνω με την λάμπα ασετυλίνης στην γαλαρία και βλέπω τρεις εργάτες πλακωμένους. Ο ένας 45 ετών και οι άλλοι δύο 40άρηδες. Από αυτούς ο ένας έμεινε κουτσός όλη του την ζωή. Ο δεύτερος νεκρός και ο τρίτος με πλακωμένα τα πόδια του. Βάζουμε τον σκοτωμένο πάνω σε μια ξύλινη σκάλα, τον βγάζουμε έξω από τη στοά και εν συνεχεία τον ανεβάζουμε πάνω στο μουλάρι για να τον μεταφέρει στον Καλλίτσο. Να ταφεί στον τόπο του. Αυτές ήταν οι πιο δυσάρεστες στιγμές στην ζωή μου. Δεν είχα όμως άλλη επιλογή. Ήταν μεγάλες οι ανάγκες της οικογένειας, της ζωής. Τα βράδια πήγαινα και φόρτωνα τα καράβια με μετάλλευμα. Τα ένσημα του ΙΚΑ γράφουν "φορτωτικά".