Η ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
Η ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
"Απέναντι η θάλασσα, οικεία, κοντινή, ελάχιστα μόλις μέτρα μακριά, διάστικτη από σημεία φωτεινά, σημαδεμένη από τρεμάμενες ονειρικές τροχιές και λόγχες φωτός, ανοιγόταν μπροστά για να ενωθεί με τη νύχτα σε κάποιον απίστευτο μακρινό και υποθετικό σκοτεινό ορίζοντα.
Δυτικά οι γερανοί του λιμανιού ορθώνονταν στο ημίφως, με τους περίπλοκους και επιβλητικούς τους βραχίονες να έρπουν αργά προς το σκοτάδι, σχηματίζοντας τα κεφαλαία γράμματα ενός ακατανόητου, χαμένου αλφαβήτου, στέλνοντας τα μηνύματα κάποιου αόριστου, αρχαίου πολιτισμού, για γεγονότα, σημασίες και νοήματα, σύμβολα γνώριμα, που μοιάζουν επειγόντως να μας αφορούν και που όμως δεν πρόκειται να αποκρυπτογραφήσει ποτέ κανείς.
Πλήθος οι λέξεις συνωστίζονταν αγωνιώντας να ορθώσουνε ετούτο το νυχτερινό τοπίο. Πλήθος οι ήχοι, τα αισθήματα, οι ψίθυροι και οι ορμές, οι παύσεις, οι ιδέες, που αναζητούσανε να υψωθούνε σε πραγματικότητα κι αυτό το βράδυ. Όμως παράξενο, λίγο προτού ανέλθουνε από τον απόλυτο βυθό στην επιφάνεια του κόσμου και εντελώς αντίθετα με ό,τι ίσως θα περίμενε κανείς, τελείως αναπάντεχα, αβίαστα κι απλά, υποχωρούσανε ευγενικά, χωρίς ενδοιασμούς, αφήνοντας το νέο τους σώμα να τους εγκαταλείψει ξανά, για να βυθιστούν αργά στην υγρή νύχτα.
Όμως δεν έμενε ανερμήνευτη η σιωπή. Ήταν τα λόγια κάποιου άλλου που διεκδικούσαν τον ειρμό των βραδινών εικόνων, [«αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε, είναι αυτό που είμαστε…»], πολιορκούσαν τις αισθήσεις κι εξανάγκαζαν τη σκέψη σε μια γλυκιά μα και πικρή υποταγή. Κρυφά εξωθούσαν κι ανεπαίσθητα το βλέμμα να αλωθεί από τη μελαγχολική ευθύτητα μιας ένδον φωνής, [«βλέπω πως ό,τι έκανα, ό,τι σκέφτηκα κι ό,τι υπήρξα είναι ένα είδος αυτοεξαπάτησης… δεν είναι παρά μια υποταγή… σ’ ένα ον τεχνητό που εξέλαβα ως εαυτό μου… Μέχρι και στις σκέψεις μου τις πιο μύχιες –δεν ήμουν εγώ…»]. Επιμένοντας στον ίλιγγο μιας ενδοσκόπησης που τολμούσε, [«Μένω έκθαμβος μπροστά σ’ αυτό που κατάφερα να μη δω…»], να αγγίζει τα όρια της αυτοδιάλυσης, ατενίζοντας με δέος τις ακρότα