ΞΥΛΙΝΑ ΠΑΝΤΖΟΥΡΙΑ
ΞΥΛΙΝΑ ΠΑΝΤΖΟΥΡΙΑ
Τα κοιτούσε ασάλευτος, επί ώρα, ριγμένα ατάκτως, άπονα, δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών, με ξεφλουδισμένες λαδομπογιές και ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες· τέλος, έσκυψε, έπιασε ένα, το σήκωσε όρθιο, το έστρεψε (φιλτράροντας με τις γρίλιες το φως) προς τον ήλιο (πέρα, στο βάθος, κατακόκκινος, κατάκοπος, μόλις που κρατιόταν στον αέρα ακουμπώντας τις παρειές του στο άνοιγμα δύο πολυκατοικιών), ξεδίπλωσε περαιτέρω τα δύο φύλλα ρυθμίζοντας οριζόντια την οπτική, διαβαθμίζοντας την εσωτερική μοναξιά, χαζεύοντας απαρατήρητος τον έξω κόσμο, καθώς ο πατέρας του, ημικλινής στον καναπέ, σβήνοντας στον νοτισμένο ήχο της φθινοπωρινής βροχής ένα αποτσίγαρο «Ρήγας» φίλτρο, είπε ξαφνικά: «αρκεί μια γούβα βρόχινο νερό, γιε μου, για να αναποδογυριστεί ο κόσμος».