TΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
TΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
ΠΑΡΑΔΟΞΟ
Μέσα απ’ το πρώτο φως της μέρας
η έγνοια σου με παιδεύει σα συνείδηση.
σένα που φτερούγιζες
στις άκρες των ματιών μου,
σε θυμάμαι, πόσες υπάρξεις
φωτεινές και σκοτεινές ταυτόχρονα, είσαι.
Ακουμπώ το γόνατό σου ενώ εσύ κοιτάς αλλού,
προσπαθώντας να με χωρίσεις απ’ το σκοτάδι μέσα σου,
ανήμπορος να συλλάβω όλους τους κόσμους
που κουβαλάς και επιχειρείς να συμβιβάσεις.
Κι όσο παραμένεις σιωπηλή
μια δύναμη με παρακινεί
πως αν μιλήσω αρκετά και για τους δυο μας
όλα τα ερωτήματα θα βρουν απάντηση.
Ό,τι χτίστηκε με σιωπή
γκρεμίστηκε σε λέξεις.
σένα, που άγγιξα
τις άκρες των δακτύλων σου,
σε θυμάμαι να διατηρείς τη σιωπή σου
πνίγοντας μέσα της την κραυγή μου.
Και καθώς προσπαθώ,
εξαντλώντας την εικόνα σου
μέσα απ’ τις λέξεις, να σε ξεχάσω·
εσύ που έθεσες τον εαυτό σου στη λήθη,
άκουσέ με:
Σε καλώ να επιστρέψεις.
Θωρώντας μας, πέρα από το φράγμα του χρόνου,
μάταια προσπαθώ να οδηγηθώ σε άλλο αποτέλεσμα
αναδιατάσσοντας τις λέξεις.
Κι όμως, άκουσέ με:
Σε καλώ να επιστρέψεις
για να βρεις φωνή.