ΠΕΦΤΟΝΤΑΣ ΞΥΠΝΙΑ
ΠΕΦΤΟΝΤΑΣ ΞΥΠΝΙΑ
ΔΥΟ ΦΩΝΕΣ
Κατέχω το ξημέρωμα! διατείνεται ο κόκορας. Το φως
τριγυρίζει ακόμα με πρόθεση να κλέψει τη νύχτα.
Ο άνεμος γλιστράει μες στο δάσος, η δημοκρατική δροσιά
δίνει το ίδιο βάρος στα πάντα. Μερικά
κενά δευτερόλεπτα κι αρχίζει πάλι. Χασμουριέται
και η φωνή τον κυριεύει. Κατέχω όλα τα ξημερώματα!
Υποστηρίζω την αξιοπρέπεια! φωνάζει, κλεισμένος
στο σκοτεινό βασίλειο του μονόχωρου διαμερίσματός του.
Πιο κουρασμένος κτητικός τρελαμένος κάθε φορά που λαλεί
πρέπει να στραμπουλίξει το λαρύγγι του, να κυρτώσει τα νύχια του
για ν' αφήσει αυτή την κραυγή να εκτιναχθεί από μέσα του.
Ρίχνοντας μια ματιά
παρατηρώ πως τίποτα δεν απαντά εκτός από το φως,
που η απάντησή του κάνει τις τρίχες της γης να σηκώνονται
και τις σκιές να πέφτουν με όλο τους το μήκος χωρίς κανέναν ήχο.
Ποια είναι η λέξη για το ανείπωτο, όταν το χώμα γεμίζει τριζόνια; [...]
[Από την έκδοση]