ΑΠΕΙΡΗ ΕΛΕΥΣΗ
ΑΠΕΙΡΗ ΕΛΕΥΣΗ
ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ
Τις ημέρες εκείνες αποσπασμένος
από το ποιείν και από κάθε όνομα
κι από το νόημα ακόμη
από τα πάντα κι απ' το τίποτα
ο ποιητής σαν να έφευγε
ήταν σαν να ερχόταν
Έτοιμος και ανέτοιμος και ούτε
Για τί για ποιόν για πότε;
Ποιο όνομα εξάλλου και ποιο νόημα;
Και στον λυμένο αέρα μάτια βουβά
και αυτόνυκτα στόματα εξαντλημένα
αργά μασώντας και μασώντας χρόνο
Κι ένα σφυρί πελώριο αιωρούνταν
επάνω από το ήσυχο αρνί
Κι ο σκοτεινός αιώνας
άεργος με πλησίαζε ολοένα
με ένα βαρύ τσαμπί νομίσματα στο χέρι
και ανήσυχος πολύ περιπλανιόταν
μυριογυαλίζοντας καθώς
και την απόκοσμη ανάσα του
κρατούσε ακόμη
Τις μέρες εκείνες ο πατέρας μου
Καλή αντάμωση είπε
Και της μητέρας έδυε
τρέμοντας και τρέμοντας το χέρι
ίνα ζωής ξεριζωμένη
Εδώ ή εκεί δεν ήμουν
Και δεν είμαι πια ή ακόμη [...]