ΤΣΑΛΑΚΩΜΕΝΑ ΤΖΙΝ
ΤΣΑΛΑΚΩΜΕΝΑ ΤΖΙΝ
Έκανε δεξιά, έβγαλε το κράνος του και διαπίστωσε πως είχε φτάσει στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Άφησε τη μηχανή στην άκρη και πέρασε απέναντι τον δρόμο. Το φεγγάρι προσέδιδε στο μέρος μια ατμόσφαιτα σιβυλλική, η γέφυρα που οδηγούσε στην εκκλησία της Αγίας τον καλούσε να πάει να αφουγκραστεί το ποτάμι. Στο διάολο! Θα ζήσω. Αυτήν τη φορά δεν θα σου κάνω το χατίρι κωλοζωή! Θα σε ζήσω!
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα θυμού. Οι σκέψεις τού φώναζαν να πάει στη γέφυρα και να τελειώνει μια και καλή με αυτό το βάσανο που ονομαζόταν ζωή. Ζωή ύστερα από εκείνη. Αντιστεκόταν. Ήθελε λίγο χρόνο ακόμα, σαν κάτι να τον περίμενε εκεί έξω κι έπρεπε να κάνει υπομονή. Υπομονή Κώστα, έλεγε στον εαυτό του. Υπομονή..