ΩΡΕΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ
ΩΡΕΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ
ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗ ΖΩΗ
Σκυφτό κοιτούσε πάντα προς τα κάτω,
ευλαβικά Θεό και χώμα ευχαριστούσε.
Τις ρίζες άπλωνε ακόμα και σε βράχο
μονάχα η αύρα του τον Ήλιο ακολουθούσε.
Το άρωμά του το 'κλεβε ο αγέρας,
όλη η πλάση ζαλιζόταν και μεθούσε.
Το ζήλευε κι ο Πολικός Αστέρας
να κάμει ταίρι του Θεό παρακαλούσε.
Τα σύννεφα ρωτούσαν το χορτάρι
πώς γίνεται ο σπόρος ένα βλαστάρι;
Σε βράχο πώς φυτρώνει, πώς προβάλλει,
πώς στέκεται ορθό σ' ένα ποδάρι;
Μπροστά του όλη η φύσις απλωνόταν
μα κείνο ταπεινά και με σκυφτό κεφάλι
μ' όλα τ' απλά και τα λιτά χαιρόταν.
Σε τούτη τη ζωή δε θα ξανάνθιζε και πάλι.