ΝΑ ΖΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ
ΝΑ ΖΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ
«Το σπίτι του Γιώργη στο χωριό µου ήταν µισοτελειωµένο. Ένα σπίτι γκρίζο, δίχως πόρτες και παράθυρα. Είχε στεγνώσει και η κληµαταριά µε τα τσαµπιά και τα βλαστάρια της. Μαζί τους κι ο βασιλικός στη γλάστρα. Το σπίτι είχε γίνει φωλιά για τα νυχτοπούλια και στέγη για τα ερπετά. Ήταν µια θλιβερή νότα και µε το πέρασµα του χρόνου γκρεµίστηκε και η στέγη. Και ενώ περιµέναµε τον Αύγουστο ο τόπος µας να γίνει µια µεγάλη κυψέλη που θα βούιζε από τη φλύαρη ανθρώπινη παρουσία, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Με φτερωµένη καρδιά, οι γέροι περίµεναν τους ξενιτεµένους. Η είδηση σκόρπιζε σαν ηλιαχτίδα. Η γη ήταν µαραµένη, τα χωράφια χέρσα και δεν υπήρχε η ελπίδα τα άνθη να βλάσταιναν και πάλι. Ούτε στους αγρούς θα ξανάρθει το ξανθό µελίσσι και δεν έλεγε να βλαστήσει ο σπόρος της χαράς. Και τα πουλιά είχαν µισογκρεµισµένες τις φωλιές τους. Μέσα στη νέκρα, σαν να είχε χλοµιάσει και η λάµψη που φώτιζε την πλάση. Ο ξεριζωµός είχε νικήσει τη ζωντάνια και τον χρόνο.»
(Από το διήγηµα «?ύο µυρωµένοι µενεξέδες»)