Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΓΚΑΤΣΜΠΙ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΓΚΑΤΣΜΠΙ
Τις νύχτες του καλοκαιριού, το σπίτι του γείτονά μου αντηχούσε από μουσική. Στους γαλάζιους κήπους του άντρες και κορίτσια πηγαινοέρχονταν σαν πεταλούδες ανάμεσα σε ψιθούρους, σαμπάνιες και αστέρια. Τα απογεύματα με τη φουσκονεριά έβλεπα τους καλεμσένους του να κάνουν βουτιές από την σχεδία του ή να λιάζονται στην καυτή άμμο της παραλίας του, ενώ οι δύο εξωλέμβιές του έσχιζαν τα νερά του Σάουντ σέρνοντας πίσω τους σκιέρ μέσα σε κύματα αφρού . Τα Σαββατοκύριακα η Ρολς Ρόις μετατρέποταν σε λεωφορείο που μετέφερε τους καλεσμένους του από και προς την πόλη, ανάμεσα στις εννία το πρωί και το μεσονύχτι ,ενώ το Στέισον βάγκον του έτρεχε να προλάβει τα δρομολόγια του τρένου. Και τις Δευτέρες, οκτώ υπηρέτες και ένας έξτρα κηπουρός πάλευαν ολημερίς με σφουγγαρίστρες, σκληρές βούρτσες , σφυρία και κλαδευτήρια να επανορθώσουν τις ζημιές της προηγούμενης νύχτας.