ΤΑ ΔΕΒΡΕΝΑΚΙΑ ΤΩΝ ROLLING STONE
ΤΑ ΔΕΒΡΕΝΑΚΙΑ ΤΩΝ ROLLING STONE
Και άκουγες ορέ τη μια κοτρόνα χτυπώντας την
άλλη να σπιθίζουν ωσάν κρύφιες τσακμακόπετρες.
Και να βγάνει ορέ η μια σπίθα το άστρο της
σιμοτινής της. Και ο σάλαγος τον εγκρεμό του.
Και κάθε σκιαγμένη ψυχή την ίσκα της. Και η κάθε
δροσοστάλα την ασημένια της ποταμούλα.
Ώσπου ως εδώ κάτω εχαμήλωσε τ’ άστρα
του ο ουρανός, επειδὴς ορέ τον εκάλεσαν τα
ματοβαμμένα μας σπλάχνα.
Και επειδής ορέ ήθελε και ο ίδιος να γειτονέψει
με τ’ αστροφώτιστα σωθικά μας και τα
αιματοβαμμένα μας σπαθιά καθώς εβγαίναν
ωσάν ξεσπαθώματα των κρίνων. Ωσάν αστραπές
εβγαίναν από τα στομωμένα τους θηκάρια,
τροχισμένα στου σκοταδιού την ακονόπετρα.
Οικογένεια: Θέατρο, Ποίηση
Ομάδα: Ποίηση
Κατηγορία: Ποίηση, Ερμηνεία, Ιστορία, Θεωρία & Κριτική