ΦΥΣΗΞΕ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
ΦΥΣΗΞΕ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Η νύχτα στην πόλη πέφτει
θλιμμένη σελήνη τα φώτα
γυρνάς και βρίσκεις βράδια
χαμένα και ρημάδια.
Στο διάβα μιας παραλίγο πίστης
Πως κάποτε
Υπάκουσες τις διαταγές μου
Και όχι την δική σου εκλογή.
Έτσι μου ’χες πει.
Έπειτα ήρθε το ταξίδι
σαν τα πουλιά που πάνε ομαδικά
σαν τα φυτά που μεγαλώνουν
καλύτερα το ένα πλάι στ’ άλλο
Έτσι μου ’λεγες, η ζωή
είναι ένα απέραντο μαζί
και μου ’δωσες φιλί.
Ύστερα κύλησε ο χρόνος
Φύσηξε παράπονο
το ένα διαδέχτηκε το άλλο
Πάντα μου φόρτωνες
ανάθεμα και κρίμα
Νοερά πάντα έκλεβα
μια λέξη κι ένα χαρτί
ζωγραφίζοντας πώς είναι η πληγή.
Στο τέλος χαθήκαμε
Οι αιτίες κομμάτια.
Κουρέλια ενοχών
χωρίς εξηγήσεις.
Ξέρω απόκαμες
Κοιτώντας την απουσία
Κι όταν σε θυμήθηκα
με σκότωσες και δίκαια
για ν’ αντισταθμίσεις
τα χαμένα φεγγάρια.
Έκλεισες την πόρτα
στο δρόμο της καρδιάς
Ούτε μια λέξη.
Πανικός με κυρίευσε.
Στη βουβή κραυγή των δακρύων
έκλεισα τα μάτια
κλειδώνοντας το θαυμαστικό του θεού
με το πριν και το μετά μετέωρο.
Άθρονο δόγμα το μητρικό χάδι
στην αιώνια διαθήκη της ψυχής.