ΑΣΩΠΟΣ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΣΤΟΝ ΛΑΚΩΝΙΚΟ
ΑΣΩΠΟΣ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΣΤΟΝ ΛΑΚΩΝΙΚΟ
Ο ήλιος ανέτελλε λαμπρός και μια θαλασσινή αύρα χάιδευε τις ακρογιαλιές, η μεστωμένη φύση γιόρταζε στα λιβάδια· και όμως, η ατμόσφαιρα ήταν παράξενα ηλεκτρισμένη. Η μυρωδιά του φόβου είχε στοιχειώσει την όμορφη καλοκαιρινή αυγή. Οι άνδρες βάδιζαν παραξενεμένοι προς τις δουλειές τους, οι γυναίκες ύφαιναν ανήσυχες στους γυναικωνίτες και τα μωρά ξυπνούσαν κλαίγοντας, τρομοκρατημένα από τους υπόκωφους κρότους ορισμένων ελαφρών σεισμικών δονήσεων. Τα ζωντανά τριγύριζαν αλαφιασμένα στα μαντριά, τα σκυλιά αλυχτούσαν το ξημέρωμα, τα πουλιά πετούσαν χαμηλά και οι γάτες είχαν κρυφτεί. Οι κάτοικοι της πόλης αισθάνονταν τον γήινο φλοιό λεπτό και εύθραυστο, έτοιμο να υποχωρήσει κάτω από τα πόδια τους. Ξάφνου το στερέωμα άρχισε να τρέμει. Πολλά κτίρια κατέρρευσαν, άλλα έκαναν βαθιές ρωγμές στους τοίχους και κάθε τόσο σκόνη έπεφτε από το ταβάνι τους. Οι Ασωπίτες έσπευσαν να απεγκλωβίσουν αυτούς που είχαν καταπλακωθεί στα ερείπια και να απομακρύνουν όσα περιουσιακά στοιχεία προλάβαιναν από τα ετοιμόρροπα σπίτια. Ορισμένοι στάθηκαν λίγο ώστε να πάρουν μια ανάσα και σήκωσαν το βλέμμα τους να αγναντέψουν το πέλαγος. Αυτό που αντίκρισαν, όμως, πάγωσε τα πρόσωπά τους. Ένα σκοτεινό υδάτινο τείχος ορθωνόταν και έκρυβε τον ορίζοντα. Ένας ήχος, που μέχρι πριν κάποια δευτερόλεπτα ήταν ανεπαίσθητος, άρχισε τώρα να δυναμώνει και να δυναμώνει ώσπου έγινε τρομακτικός, ενώ παράλληλα τα γιγάντια κύματα πλησίαζαν απειλητικά. Οι οικογένειες αγκαλιάστηκαν σφιχτά, τα ζευγάρια φιλήθηκαν για τελευταία φορά, κάποιοι προσπάθησαν να απομακρυνθούν. Το τεράστιο βουνό ύδατος έκρυψε τον ήλιο πάνω από την πόλη και ύστερα έπεσε επάνω της με ορμή. Μέσα σε λίγα λεπτά η μανιασμένη θάλασσα είχε καταπιεί μια ακμάζουσα πολιτεία, παίρνοντας μαζί τα μυστικά της... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)